- οθούνεκεν
- ὁθούνεκεν (Α)βλ. οθούνεκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οθούνεκα — ὁθούνεκα και ὁθούνεκεν (Α) 1. επειδή, διότι («ζηλῶ σ ὁθούνεκα ἐκτὸς αἰτίας κυρεῑς», Αισχύλ.) 2. (ειδ. σύνδ.) ότι («ἄγγελε... ὁθούνεκα τέθνηκ Ὀρέστης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου ἕνεκα / ἕνεκεν με κράση (πρβλ. τὸ ἔπος> τοὖπος) και τροπή τού τ σε … Dictionary of Greek